- κλειθρία
- κλειθρία, ιων. τ. κληϊθρίη, ἡ (Α) [κλείθρον](ενν. οπή)1. η οπή τής κλειδωνιάς, η κλειδαρότρυπα2. σχισμή, χαραμάδα πόρτας («δείξας τῇ χειρὶ πόρρωθεν ἀμαυρόν τι καὶ λεπτόν ὥσπερ διὰ κλειθρίας ἐσρέον φῶς», Λουκιαν.).
Dictionary of Greek. 2013.